τροχαικοῦ

τροχαικοῦ
τροχαικός
trochaic
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εφθημιμερής — ές (ΑΜ ἑφθημιμερής, ές) 1. αυτός που περιέχει επτά ημίση (3 + 1/2) 2. (στη μετρική) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφθημιμερὲς (ενν. μέτρο) το μέτρο που περιέχει 3 1/2 πόδες, όπως είναι το αποτελούμενο από τους πρώτους 3 1/2 πόδες τού δακτυλικού εξαμέτρου,… …   Dictionary of Greek

  • ιππωνάκτειος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον Ίωνα ποιητή τού 6ου π.Χ. αιώνα Ιππώνακτα 2. φρ. «ἱππωνάκτειο μέτρο» η μετρική παραλλαγή τού τροχαϊκού τετραμέτρου την οποία επινόησε ο ποιητής Ιππώναξ σε σκωπτικά ποιήματά του, τοποθετώντας σπονδείο αντί για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”